παιγνιῶδες

παιγνιῶδες
παιγνιώδης
playfulness
masc/fem voc sg
παιγνιώδης
playfulness
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιγνιώδης — ες (Α παιγνιώδης, ῶδες) [παίγνιον] διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.). επίρρ... παιγνιωδώς (Α… …   Dictionary of Greek

  • καλειδοσκόπιο — Συσκευή που επινόησε ο Σκοτσέζος φυσικός Ντέιβιντ Μπριούστερ, ως εφαρμογή των κατόπτρων με γωνία. Ο απλούστερος τύπος αποτελείται από έναν κυλινδρικό σωλήνα από χαρτόνι, όπου είναι τοποθετημένα δύο ορθογώνια επίπεδα κάτοπτρα που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”